- ἐτησίους
- ἐτήσιοςlasting a yearmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SALARIUM — merces servitiô acquisita, inter alia sal quoque habens, unde a Sale nomen accepit. Plin. l. 31. c. 7. Honoribus etiam militiaeque inter ponitur: Salariis inde dictis, magnâ apud antiquos auctoritate. Item, Ancus Martius Rex salis modia sex milia … Hofmann J. Lexicon universale
εκδρομή — η (AM ἐκδρομή) 1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση 2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ. μσν. 1. (για χρόνο) πέρασμα αρχ. 1. εξόρμηση, έφοδος 2. το σύνολο … Dictionary of Greek
ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κορμόφυτα — Συστηματικό άθροισμα, που περιλαμβάνει τα ανώτερα φυτά των οποίων το φυτικό σώμα συγκροτείται από γνήσιους ιστούς και ονομάζεται κορμός (βλ. λ.). Ο κορμός αποτελείται από διαφοροποιημένα μέρη: τη ρίζα (ή ριζικό σύστημα), τον βλαστό και τα φύλλα.… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … Dictionary of Greek